-
1 ἐξιλάσκομαι
A propitiate, Δία Orac. ap. Hdt.7.141;Ἀπόλλωνα X.Cyr.7.2.19
;τὴν θεόν Men.544.6
, cf. J.AJ12.2.14;τὴν ὀργήν τινος Plb.1.68.4
;τὸ μήνιμα Plu.2.149d
.2 atone for,ἁμαρτίαν IG22.1365
,1366:—[voice] Pass., τὸ ἀποίνοις ἐξιλασθέν that which is atoned for by.., Pl.Lg. 862c.3 abs., make atonement, περὶ τῶν ψυχῶν, περὶ τῆς ἁμαρτίας, LXXEx.30.15,32.30; ὑπὲρ τοῦ οἴκου Ἰσραήλ ib.Ez.45.17. [[pron. full] ῐ in Orac. ap. Hdt. l.c.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξιλάσκομαι
См. также в других словарях:
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek